- προβληματικά
- προβληματικόςofneut nom/voc/acc plπροβληματικά̱ , προβληματικόςoffem nom/voc/acc dualπροβληματικά̱ , προβληματικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ντολμέν — (dolmen). Μεγαλιθικά μνημεία της Λιθοχαλκής εποχής (περ. 2.500 – 1.800 π.Χ.) πολύ διαδεδομένα στην Ευρώπη από την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Βόρεια Γερμανία, τη Σκανδιναβία, τις Βαλεαρίδες, τη Σαρδηνία, την Απουλία, τη Γαλλία και τις Βρετανικές… … Dictionary of Greek
προβληματικός — ή, ό / προβληματικός, ή, όν, ΝΑ [πρόβλημα, ατος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβλημα ή έχει χαρακτήρα προβλήματος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πρόβλημα ή αυτός που προκαλεί προβλήματα, αυτός τού οποίου δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς… … Dictionary of Greek
προβληματικός — ή, ό αυτός που μοιάζει με πρόβλημα, δύσκολος, αβέβαιος, αμφίβολος: Προβληματικά παιδιά. – Προβληματική κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)